- ὕψω
- ὕ̱ψω , ὑψόωlift highimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑψόωlift highpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ὑψόωlift highimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψώ — όω, ΜΑ βλ. υψώνω … Dictionary of Greek
ὑψῶ — ὑψόω lift high pres subj act 1st sg ὑψόω lift high pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕψω — Ὕψος masc nom/voc/acc dual Ὕψος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… … Dictionary of Greek
καθυψώ — καθυψῶ, όω (Μ) ανεβάζω σε υψηλό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑψῶ (< ὕψος)] … Dictionary of Greek
παρυψώ — όω, Μ [υψώ] υπερυψώνω … Dictionary of Greek
προσυψώ — όω, Α σηκώνω κάτι ψηλότερα («προσυψῶσαι τὰ τείχη», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑψῶ «υψώνω»] … Dictionary of Greek
υπερυψώνω — ὑπερυψῶ, όω, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] 1. υψώνω κάτι υπέρμετρα 2. υψώνω κάτι περισσότερο ή πάνω από κάτι άλλο 3. μτφ. επαινώ, εγκωμιάζω πολύ, εκθειάζω νεοελλ. φρ. «και υπερυψούται» (με επιρρμ. σημ.) και με το παραπάνω … Dictionary of Greek
υψωμα — ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] υψωμένο μέρος τού εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.) νεοελλ. 1. ύψωση, ανύψωση 2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα… … Dictionary of Greek
υψωτής — ο / ὑψωτής, ΝΑ [ὑψῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που υψώνει κάτι 2. αυτός που προκαλεί ύψωση τών τιμών, ανατιμητής αρχ. αυτός που εξυμνεί, που εκθειάζει κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek